ακουάριο

ακουάριο
το
διεθνής ονομασία τού ενυδρείου*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < λατ. aquarium «δεξαμενή πόσιμου νερού», πιθ. με μεσολάβηση τού ιταλ. acquario].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακουάριο — το (λ. λατιν.), ενυδρείο: Στη Ρόδο υπάρχει ακουάριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενυδρείο — το δεξαμενή, δοχείο κτλ., όπου συντηρούνται υδρόβια ζώα και φυτά των γλυκών ή αλμυρών νερών, το ακουάριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”